αγαρικό

αγαρικό
(agaricus).Μανιτάρι της οικογένειας των αγαρικιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει πολλά είδη μανιταριών, από τα οποία τα περισσότερα είναι μεγάλα με άσπρο ή σταχτί χρώμα και νόστιμη σάρκα. Τα κυριότερα είδη όμως είναι δύο, το α. το κηπευτικό και το α. το δίσπορo. Από αυτά, το πρώτο συναντάται πιο πολύ στη φύση, γιατί σπάνια ευδοκιμεί με τεχνητή καλλιέργεια, σε αντίθεση με το δεύτερο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για τεχνητές καλλιέργειες, ενώ σε άγρια κατάσταση είναι σπάνιο. Η καλλιέργεια των μανιταριών αυτών άρχισε τον 18o αι. στη Γαλλία, μέσα σε σπήλαια. Σήμερα το δίσπορο καλλιεργείται σε ξύλινα τελάρα που περιέχουν κοπριά αλόγου και άχυρο ή γύψο μετά από βιολογική κατεργασία. Τα τελάρα τοποθετούνται σε ειδικούς χώρους όπου ελέγχονται οι συνθήκες του περιβάλλοντος όπως είναι η υγρασία, η θερμοκρασία και ο αερισμός. Πρέπει να γίνονται απολυμάνσεις για να παρεμποδιστεί η μόλυνση από βακτήρια και άλλους μύκητες που καταστρέφουν την καλλιέργεια. Λίγες εβδομάδες μετά τη σπορά με μυκήλιο, εμφανίζονται τα πρώτα μανιτάρια και η παραγωγή συνεχίζεται για αρκετό χρόνο. Το αγαρικό το αρουραίο, ένας χαρακτηριστικός τύπος μανιταριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγαρικό — το είδος μυκήτων, η ίσκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαρικίδες — (agaricaceae).Οικογένεια των βασιδιομυκήτων, στην οποία ανήκουν πολλά μανιτάρια. Είναι φυτά σαρκώδη συνήθως, από τα οποία πολλά είναι φαγώσιμα και άλλα δηλητηριώδη. Μερικά είδη είναι παρασιτικά, ενώ τα περισσότερα είναι σαπροφυτικά και παίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Άγαροι — Σκυθικό ή σαρματικό έθνος που κατοικούσε στην περιοχή Αγαρία, δυτικά της Μαιώτιδας λίμνης (Αζοφική Θάλασσα). Υπήρχε η φήμη ότι οι Ά. χρησιμοποιούσαν το δηλητήριο των φιδιών για να θεραπεύσουν τις πληγές. Όπως, εξάλλου, αναφέρει o Διοσκουρίδης,… …   Dictionary of Greek

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”